αλευρεμπόριο(ν)

αλευρεμπόριο(ν)
το торговля мукой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλευρεμπόριο(ν)" в других словарях:

  • αλευρεμπόριο — το [αλευρέμπορος] εμπόριο αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλευρέμπορος — ο έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + έμπορος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»